- τρόνα
- (I)η, Ν(ορυκτ.) ένυδρο δισανθρακικό ορυκτό τού νατρίου που ανήκει στην ομάδα τών εβαποριτών και απαντά σποραδικά ως αλατούχα λιμναία απόθεση ή ως προϊόν εξάτμισης, καθώς και με τη μορφή εξανθήσεων σε άνυδρα εδάφη.————————(II)τὰ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα».[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού θρόνα, τὰ (βλ. λ. θρόνον) με τροπή τού δασέος θ- στο αντίστοιχο ψιλό].
Dictionary of Greek. 2013.